κτήματ'

κτήματ'
κτή̱ματα , κτῆμα
anything gotten
neut nom/voc/acc pl
κτή̱ματι , κτῆμα
anything gotten
neut dat sg
κτή̱ματε , κτῆμα
anything gotten
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • зле приобретенное зле и пропадет — Как нажито, так прожито. Шаром да даром уйдет паром. Ср. Деньги были, да лихом нажитое прочно не бывает; что было нажито, мирской слезой облито, а мирская слеза у Бога велика. П.И. Мельников. Поярков. Ср. Unrecht Gut gedeiht nicht. Wie gewonnen,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Зле приобретенное зле и пропадет — Злѣ пріобрѣтенное злѣ и пропадетъ. Какъ нажито, такъ прожито. Шаромъ да даромъ уйдетъ паромъ. Ср. Деньги были, да лихомъ нажитое прочно не бываетъ; что было нажито, мирской слезой облито, а мірская слеза у Бога велика. П. И. Мельниковъ. Поярковъ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κτηνίτης — κτηνίτης, ὁ (Μ) ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήνος, κτηνικός 2. οδηγός κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. κτηματ ίτης, μεσ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • λοχίας — ο στρατ. υπαξιωματικός τού στρατού ξηράς μεταξύ τών βαθμών τού επιλοχία και τού δεκανέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας, σμηνίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • περιζωματίας — ὁ, Α ο έρπης ζωστήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίζωμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ρηγματίας — και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α 1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων» 2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος» πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας… …   Dictionary of Greek

  • σεισματίας — ὁ, Α 1. (για σεισμό) αυτός που έχει παλμική κίνηση 2. φρ. «σεισματίας τάφος» τάφος σε ερείπια που δημιούργησε ο σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῖσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • στεμματίας — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που φορεί στέφανο, στεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”